- γνωμολογώ
- 1. μιλώ χρησιμοποιώντας γνωμικά: Μερικοί γέροντες γνωμολογούν στις συζητήσεις τους.2. συλλέγω γνωμικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γνωμολογώ — (AM γνωμολογῶ έω) 1. συλλέγω γνωμικά 2. εκφράζομαι με γνωμικά … Dictionary of Greek
γνωμολογῶ — γνωμολογέω speak in maxims pres subj act 1st sg (attic epic doric) γνωμολογέω speak in maxims pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek